- επιπαιανισμός
- ἐπιπαιανισμὸς και ἐπιπαιωνισμός, ὁ (Α)ωδή, παιάνας που ψάλλεται για μια νίκη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιπαιανισμόν — ἐπιπαιανισμός song of victory masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)